Μαλάκ' — Μαλακέ , Μαλακός soft masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβά — επίρρ. [θλιβός] με τρόπο θλιβερό, θλιβερά, λυπημένα, λυπητερά,θλιμμένα («κι εκοίταξες θλιβά πιο πέρα», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
λειόστρακος — λειόστρακος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λείο, ομαλό όστρακο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειόστρακον είδος στρειδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] … Dictionary of Greek
μαλάζω — και μαλάσσω (AM μαλάσσω, Α αττ. τ. μαλάττω) 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι ή με μηχανή 2. (σχετικά με μέταλλο) καθιστώ επεξεργάσιμο, μαλακώνω («ὁ σίδηρος ἐν τῷ πυρὶ μαλασσόμενος αὖθις ὑπὸ ψυχροῡ πυκνοῡται», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω,… … Dictionary of Greek
μαλαχτάρι — το 1. εργαλείο τών κτιστών με το οποίο μαλάσσεται ο πηλός 2. ζυμωτική μηχανή, ο μαλακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαλακτάρι < θ. μαλακ τού μαλάσσω + κατάλ. τάρι (πρβλ. κρεμασ τάρι)] … Dictionary of Greek
μελανόμματος — μελανόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκ όμματος, μαλακ όμματος)] … Dictionary of Greek
πατερίων — ὁ, Α (μόνο στην κλητ.) προσαγόρευση σε γηραιά πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατέριον (< πάτερ) + εκφραστικό επίθημα ίων (πρβλ. μαλακ ίων, λαγυν ίων)] … Dictionary of Greek
ποντίζω — ΝΜΑ [πόντος] βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!» [εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα) 2. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
προσφερτός — ή, ό, Ν [προσφέρω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προσφέρει ως δώρο («να δώσω δε μου μένει / παρά ο διπλός χιτώνας μου, κι αυτός /... στον πιο γυμνότερό μου, προσφερτός», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek